- συγκόπτω
- ΝΜΑ, και συγκόβ(γ)ω και συγκόφτω Ν [κόπτω]1. κόβω σε μικρά τεμάχια2. μικραίνω λέξη ή ήχο με συγκοπήνεοελλ.1. κόβω, κυρίως ύφασμα, για να φτειάξω φόρεμα («η μια συγκόβγει, σα θωρώ, κι η άλλη τά τροπώνει», Ερωτόκρ.)2. φρ. α) «συγκόβ(γ)ει ο νους μου»(με μτφ. σημ.) στοχάζομαι, αντιλαμβάνομαιβ) «συγκοπτόμενα ονόματα»γραμμ. κατηγορία ονομάτων τής τρίτης κλίσεως στα οποία αποβάλλεται κάποιο φωνήεν σε ορισμένες πτώσειςαρχ.1. καταστρέφω2. χτυπώ κάποιον δυνατά, τόν ξυλοκοπώ3. κάνω κάποιον να χάσει τις αισθήσεις του, να λιποθυμήσει4. (μέσ. και παθ.) συγκόπτομαια) οδύρομαι, θρηνώ με έντονο τρόποβ) (ιδίως στον παρακμ.) συγκέκομμαιεξασθενώ τελείως, παραλύω.
Dictionary of Greek. 2013.